- προσθοδομος
- προσθόδομοςπροσθό-δομοςὅ прежний хозяин или хранитель дома Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσθόδομος — ὁ, Α ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος] … Dictionary of Greek
προσθοδόμοις — προσθόδομος chief of a house masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek